οξεία

οξεία
Μικρό νησί του Ιονίου πελάγους, που αποτελεί προέκταση των ακτών της Αιτωλοακαρνανίας μέσα στη θάλασσα. Ανήκει στο σύμπλεγμα των Εχινάδων. Απέναντι από το νησί εκβάλλει ο ποταμός Αχελώος, οι προσχώσεις του οποίου μειώνουν συνεχώς την απόσταση που το χωρίζει από τη ξηρά. Σύμφωνα με την άποψη Άγγλων γεωγράφων, από το νότιο άκρο του νησιού αρχίζει ο Πατραϊκός κόλπος. Η Ο. υπάγεται διοικητικά στον νομό Κεφαλληνίας.
* * *
η (Α ὀξεῑα)
γραμμ.
1. (στο πολυτονικό σύστημα γραφής τής ελληνικής γλώσσας) το ειδικό σημείο (') με το οποίο δηλώνεται ο οξύς τόνος τής λέξης, λ.χ. γράφω, σοφία, εδώ
2. (στο μονοτονικό σύστημα γραφής) το συμβατικό σημείο (') με το οποίο δηλώνεται η συλλαβή που προφέρεται πιο έντονα
νεοελλ.
1. (βυζ. μουσ.) α) ένα από τα 14 σημεία που απαντά σε ευαγγελιστάρια και άλλα κείμενα, με άγνωστη σημασία
β) ένας από τους 14 έμφωνους χαρακτήρες τής υποδιαίρεσης ανιόντες τής τάξης σώματα τής παλαιάς βυζαντινής μουσικής
γ) σύμβολο αναβάσεως
αρχ.
(κατά το λεξ. Σούδα) «ἡ λόγχη
καὶ παροιμία δι' ὀξείας δραμεῑν, ἐπὶ τῶν διακινδυνευόντων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. οξεία (ενν. προσωδία, φωνή) τού επιθ. οξύς (πρβλ. βαρεία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὀξεία — ὀξείᾱ , ὀξύς 2 sharp fem nom/voc/acc dual (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξείᾳ — ὀξείᾱͅ , ὀξύς 2 sharp fem dat sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οξεία — η (θηλ. του επιθ. οξύς) 1. (γραμμ.) τόνος λέξης. 2. (μουσ.) σημάδι της βυζαντινής μουσικής ( ) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀξεῖα — ὀξύς 2 sharp fem nom/voc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαρυγγίτιδα — Οξεία ή χρόνια φλεγμονή του λάρυγγα. Παρουσιάζεται με διάφορες μορφές, που γενικά διακρίνονται σε οξείες, χρόνιες, συρίττουσες, διφθεριτικές, φυματιώδεις και χρόνιες ατροφικές λ. Η οξεία λ. μπορεί να είναι βακτηριακής ή ερεθιστικής αιτιολογίας… …   Dictionary of Greek

  • παγκρεατίτιδα — Οξεία ή χρόνια φλεγμονή του παγκρέατος. Μπορεί να είναι οιδηματώδης, αιμορραγική, νευρωτική ή πυώδης. Προέρχεται από υπερφαγία, από ασθένειες του στομάχου, του δωδεκαδακτύλου, των χοληφόρων αγωγών ή του ήπατος ή και από στένωση των αγωγών του… …   Dictionary of Greek

  • εντερίτιδα — Οξεία ή χρόνια φλεγμονή του εντέρου. Ονομάζεται και εντεροκολίτιδα. Σύμφωνα με άλλη άποψη, ο όρος ε. χρησιμοποιείται μόνο για τη φλεγμονή του λεπτού εντέρου και διακρίνεται από την κολίτιδα. Όταν προσβάλλεται μαζί και το στομάχι αποκαλείται… …   Dictionary of Greek

  • ερυσίπελας — Οξεία φλεγμονή του υποδόριου ιστού –και ειδικότερα των λεμφαγγείων του– που προκαλείται από τον αιμολυτικό στρεπτόκοκκο· η φλεγμονή έχει μικρή τάση προς διαπύηση, αλλά σαφώς διεισδυτικό χαρακτήρα, εξαιτίας του οποίου γρήγορα επεκτείνεται και… …   Dictionary of Greek

  • πανώλη — Οξεία λοιμώδης νόσος που προκαλείται από την παστερέλα της πανώλους (pasteurela pestiv), ένα κοκκοβακτηρίδιο το οποίο προκαλεί συνήθως επιζωοτίες σε μερικά είδη ποντικών· η νόσος μεταδίδεται στον άνθρωπο από τους ποντικούς όταν οι ψύλλοι, που… …   Dictionary of Greek

  • ὀξείας — ὀξείᾱς , ὀξύς 2 sharp fem acc pl (ionic) ὀξείᾱς , ὀξύς 2 sharp fem gen sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”